παρθενοκτόνος

παρθενοκτόνος
-ον Α
αυτός που φονεύει παρθένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδο-κτόνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρθενοκτόνον — παρθενοκτόνος maiden slaying masc/fem acc sg παρθενοκτόνος maiden slaying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… …   Dictionary of Greek

  • παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο …   Dictionary of Greek

  • παρθενοκτονία — ἡ, Α [παρθενοκτόνος] ο φόνος παρθένων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”